- κασταναϊκόν
- κασταναϊκόν, κάρυον, Kastanie
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek
κασταναϊκός — κασταναϊκός, όν (Α) φρ. «κασταναϊκόν κάρυον» το κάστανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καστάναιον + ικός (πρβλ. αρχα ϊκός, υμενα ϊκός)] … Dictionary of Greek